απλός

απλός
η , ό
1) простой, несложный;

απλό πρόβλημα — простая задача;

απλή μέθοδος — простой метод;

απλή πρόταση — простое предложение;

2) простой, обыкновенный; обычный; ординарный;

σε απλό χαρτί — на простой бумаге;

εφ' απλού χάρτου — на простой (не гербовой) бумаге;

3) простодушный, наивный;
4) простой, скромный;

απλό δώρο — скромный подарок;

απλή ζωή — скромная жизнь;

5) простой, естественный, безыскусственный; непринуждённый;

απλό ύφος — простой стиль речи;

απλοί τρόποι — простота обращения;

§ απλή επιστολή — простое письмо;

απλός στρατιώτης — рядовой (солдат);

απλός πολίτης — простой гражданин;

μιά απλή ματιά είναι αρκετή — достаточно взглянуть (чтобы)...


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "απλός" в других словарях:

  • ἁπλός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απλός, -ή — ό επίρρ. ά 1. μόνος, μονάχος: Με μια απλή ματιά που έριξε κατάλαβε ότι το πρόβλημα ήταν πολύ δύσκολο. 2. αυτός που δεν είναι σύνθετος: Τα σώματα είναι απλά ή σύνθετα. 3. αγαθός, απονήρευτος: Είναι άνθρωπος απλός, τίμιος. 4. απέριττος,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απλός — ή, ό (AM ἁπλοῡς, ῆ, οῡν, Α κ. ἀπλόος η, ον)·) 1. μονός 2. ανεπιτήδευτος, απέριττος 3. (για πρόσωπα) ειλικρινής, άδολος, ευθύς νεοελλ. εύκολος, ευκολονόητος αρχ. 1. απόλυτος, πλήρης, απεριόριστος 2. καθαρός, αμιγής 3. ανεύθυνος, αναρμόδιος 4.… …   Dictionary of Greek

  • ἁπλά — ἁπλός neut nom/voc/acc pl ἁπλά̱ , ἁπλός fem nom/voc/acc dual ἁπλά̱ , ἁπλός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλόν — ἁπλός masc acc sg ἁπλός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γκαζοζέν — Απλός τύπος αεριογόνου, που χρησιμοποιήθηκε (1941 44) για την κίνηση λεωφορείων. Βλ. λ. αέριο (αεριογόνο). * * * το 1. συσκευή για την παραγωγή καύσιμων αερίων 2. μικρό αυτοκίνητο, το οποίο κινούνταν με τέτοια συσκευή λόγω ελλείψεως βενζίνης κατά …   Dictionary of Greek

  • ἁπλαί — ἁπλός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλοῖσι — ἁπλός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἁπλόω make single pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) ἁπλόω make single pres subj act 3rd sg (epic) ἁπλόω make single pres ind act 3rd pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλοί — ἁπλός masc nom/voc pl ἁπλόω make single pres subj mp 2nd sg ἁπλόω make single pres ind mp 2nd sg ἁπλόω make single pres subj act 3rd sg ἁπλοίς simple fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλᾷ — ἁπλός fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλή — ἁπλός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»